κακωτικός

κακωτικός
κακ-ωτικός, ή, όν,
A hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv.

-κῶς, διάγειν Id.165.34

, cf. Sch.Epict.Ench.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια …   Dictionary of Greek

  • κακωτικός — hurtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικά — κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc pl κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc/acc dual κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικῶν — κακωτικός hurtful fem gen pl κακωτικός hurtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικόν — κακωτικός hurtful masc acc sg κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαῖς — κακωτικός hurtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαί — κακωτικός hurtful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῖς — κακωτικός hurtful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοί — κακωτικός hurtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῦ — κακωτικός hurtful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικούς — κακωτικός hurtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”